- ραπτός
- -ή, -ό / ῥαπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραφτός, -ή, -ό, Ν [ῥάπτω/ ράβω]ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῑδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)| αρχ.1. (για υφάσματα) στολισμένος με πρόσθετα στολίδια με το βελονάκι2. συνεχής («ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.